αποκρύβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποκρύβω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποκρύβω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀποκρύβω < αρχαία ελληνική ἀποκρύπτω κατά το κρύπτω > κρύβω [1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.poˈkɾi.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐κρύ‐βω

αποκρύβω, αόρ.: απόκρυψα, παθ.φωνή: αποκρύβομαι, π.αόρ.: αποκρύφτηκα, μτχ.π.π.: αποκρυμμένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]