απολειφάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απολειφάδι | τα | απολειφάδια |
γενική | του | απολειφαδιού | των | απολειφαδιών |
αιτιατική | το | απολειφάδι | τα | απολειφάδια |
κλητική | απολειφάδι | απολειφάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απολειφάδι ουδέτερο
- μικρό υπόλειμμα από σαπούνι
- (κατ’ επέκταση) απομεινάρι
- (μεταφορικά) μικρόσωμος άνθρωπος ή καχεκτικός
- (μεταφορικά) ασήμαντο πράγμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- απολειφαδάκι
- → δείτε τις λέξεις από και αλείφω