απολυμαντικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απολυμαντικό τα απολυμαντικά
      γενική του απολυμαντικού των απολυμαντικών
    αιτιατική το απολυμαντικό τα απολυμαντικά
     κλητική απολυμαντικό απολυμαντικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απολυμαντικό, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απολυμαντικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

απολυμαντικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

απολυμαντικό