απολυτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απολυτήριο | τα | απολυτήρια |
γενική | του | απολυτήριου & απολυτηρίου |
των | απολυτήριων & απολυτηρίων |
αιτιατική | το | απολυτήριο | τα | απολυτήρια |
κλητική | απολυτήριο | απολυτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απολυτήριο < ουδέτερο του απολυτήριος < απολύω + -τήριος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απολυτήριο ουδέτερο
- επίσημο αποδεικτικό κανονικής εκπλήρωσης και ολοκλήρωσης κάποιων υποχρεώσεων (σχολείου, σπουδών, στρατιωτικής θητείας κ.λπ.)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απολυτήριο