απομονωτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απομονωτήριο | τα | απομονωτήρια |
γενική | του | απομονωτήριου & απομονωτηρίου |
των | απομονωτήριων & απομονωτηρίων |
αιτιατική | το | απομονωτήριο | τα | απομονωτήρια |
κλητική | απομονωτήριο | απομονωτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απομονωτήριο < απομονώ(νω) + -τήριο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική lieu d'isolement[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απομονωτήριο ουδέτερο
- χώρος (σε φυλακές, νοσοκομεία κ.α.) όπου ακούσια απομονώνουν κάποιους
- χώρος όπου εκούσια απομονώνεται κάποιος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απομονωτήριο
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ απομονωτήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τήριο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)