απομονωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απομονωτικός < απομονώνω + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική isolating)
Επίθετο
[επεξεργασία]απομονωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απομόνωση, αναφέρεται σ’ αυτήν ή την προκαλεί
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- απομονωτικές γλώσσες: (γλωσσολογία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- απομονωτικά
- απομονωτικώς
- → δείτε τις λέξεις απομονώνω και μόνος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απομονωτικός