απονάρκωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απονάρκωση οι αποναρκώσεις
      γενική της απονάρκωσης* των αποναρκώσεων
    αιτιατική την απονάρκωση τις αποναρκώσεις
     κλητική απονάρκωση αποναρκώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποναρκώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απονάρκωση < αρχαία ελληνική ἀπονάρκωσις (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική engourdissement)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

απονάρκωση θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]