αποπλανώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποπλανώ < αρχαία ελληνική ἀποπλανάω / ἀποπλανῶ < πλανάω / πλανῶ < πλάνη (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική détourner)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.po.plaˈno/

αποπλανώ (παθητική φωνή: αποπλανώμαι, αποπλανιέμαι)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]