αποτεφρωτήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποτεφρωτήρας οι αποτεφρωτήρες
      γενική του αποτεφρωτήρα των αποτεφρωτήρων
    αιτιατική τον αποτεφρωτήρα τους αποτεφρωτήρες
     κλητική αποτεφρωτήρα αποτεφρωτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποτεφρωτήρας < ρήμα αποτεφρώνω (αποτεφρω-) + επίθημα -τήρας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποτεφρωτήρας αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]