αποτεφρωτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποτεφρωτήρας < ρήμα αποτεφρώνω (αποτεφρω-) + επίθημα -τήρας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποτεφρωτήρας αρσενικό
- συσκευή ή εγκατάσταση που με τη χρήση υψηλών θερμοκρασιών, μετατρέπει σε τέφρα τα υλικά που τοποθετούνται σ' αυτόν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποτεφρωτήρας