αποτριχωτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποτριχωτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αποτριχωτικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποτριχωτικό ουδέτερο
- σκεύασμα που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για αποτρίχωση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αποτριχώνω και τρίχα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποτριχωτικό