απουσιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απουσιάζω < απουσί(α) + -άζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.pu.siˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐που‐σι‐ά‐ζω

απουσιάζω

  1. δεν είμαι εδώ / εκεί
    ποιος απουσιάζει σήμερα από το μάθημα;
  2. δεν υπάρχω
    από το επιχείρημά σου απουσίαζε η σχέση με την πραγματικότητα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]