αποφυλακισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.po.fi.la.ciˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐φυ‐λα‐κι‐σμέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]αποφυλακισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποφυλακίζω
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποφυλακισμένος