απόλυτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απόλυτα, μετάπλαση του απολύτως στη δημοτική
Επίρρημα
[επεξεργασία]απόλυτα
- κατά απόλυτο τρόπο
- μη μιλάς τόσο απόλυτα, κράτα και μερικές επιφυλάξεις
- (γραμματική) (και απολύτως) χωρίς εξάρτηση από άλλο συντακτικό όρο
- το απαρέμφατο χρησιμοποιείται απόλυτα σε στερεότυπες. εκφράσεις ως προσδιορισµός ή της αναφοράς ή του σκοπού
- (και απολύτως) σε απόλυτο βαθμό, εντελώς, τελείως
- είμαι απόλυτα βέβαιος
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Στη σημασία #3 και πριν από αρνητικές αντωνυμίες χρησιμοποιείται πάντα το απολύτως. Π.χ. δεν χρειάζομαι απολύτως τίποτε.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απόλυτα, τελείως
|