απόλυτο μηδέν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απόλυτο μηδέν < → δείτε τις λέξεις απόλυτο και μηδέν]

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

απόλυτο μηδέν ουδέτερο

  • (φυσική, χημεία, βιολογία) η χαμηλότερη δυνατή θερμοκρασία για όλες τις ουσίες όπου τα μόριά τους εμφανίζουν μηδενική θερμική ενέργεια. Ως απόλυτο μηδέν έχει θεωρηθεί η θερμοκρασία -273.150 C.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]