από ώρα σε ώρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]< → δείτε τη λέξη ώρα
Έκφραση
[επεξεργασία]από ώρα σε ώρα
- λέγεται για γεγονός που θα συμβεί στις αμέσως επόμενες ώρες, ή σε σύντομο χρόνο
- * "το πλοίο από την Νάξο το περιμένουμε από ώρα σε ώρα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- εντός ολίγου
- πολύ σύντομα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] από ώρα σε ώρα
|