αρβαντοβλάχικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αρβαντοβλάχικα
      γενική των αρβαντοβλάχικων
    αιτιατική τα αρβαντοβλάχικα
     κλητική αρβαντοβλάχικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρβαντοβλάχικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αρβαντοβλάχικος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρβαντοβλάχικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]