αργοσβήνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αργοσβήνω
- (κυριολεκτικά) σβήνω αργά-αργά, σιγά-σιγά
- (κατ’ επέκταση) χάνομαι αργά-αργά, σιγά-σιγά
- (μεταφορικά) πεθαίνω αργά-αργά, σιγά-σιγά