αρμενο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πρόθημα
[επεξεργασία]αρμενο- ή αρμενό-
- πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνει σχέση ή αναφορά σε Αρμένιο ή την Αρμενία όπως εκφράζεται στο δεύτερο συνθετικό
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αρμενο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αρμενό- στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρμενο-
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αρμενο- - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας