αρνάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρνάκι τα αρνάκια
      γενική
    αιτιατική το αρνάκι τα αρνάκια
     κλητική αρνάκι αρνάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρνάκι < αρνί + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρνάκι ουδέτερο

  1. το μικρό αρνί
  2. (συνεκδοχικά) κρέας από μικρό αρνί
  3. (μεταφορικά) πολύ αθώος και άκακος άνθρωπος

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • κάνω κάποιον αρνάκι: μετατρέπω κάποιον σε ήρεμο, υπάκουο και ήσυχο άνθρωπο
  • αρνάκι του Θεού: πιο έντονος χαρακτηρισμός για ήρεμο, υπάκουο και ήσυχο άνθρωπο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]