αρχαΐζουσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρχαΐζουσα < αρχαία ελληνική ἀρχαΐζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρχαΐζουσα θηλυκό
- γλώσσα ή διάλεκτος γλώσσας που μιμείται μια αρχαία γλώσσα