αρχιραβίνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾ.çi.ɾaˈvi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐ρα‐βί‐νος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρχιραβίνος αρσενικό
- (ιουδαϊσμός) ο επικεφαλής ραβίνος μιας εβραϊκής κοινότητας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρχιραβίνος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αρχιραβίνος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας