αρχοντοπούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχοντοπούλα οι αρχοντοπούλες
      γενική της αρχοντοπούλας
    αιτιατική την αρχοντοπούλα τις αρχοντοπούλες
     κλητική αρχοντοπούλα αρχοντοπούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρχοντοπούλα, θηλυκό του ουσιαστικού αρχοντόπουλο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρχοντοπούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]