αρχόσαυρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχόσαυρος οι αρχόσαυροι
      γενική του αρχόσαυρου των αρχόσαυρων
    αιτιατική τον αρχόσαυρο τους αρχόσαυρους
     κλητική αρχόσαυρε αρχόσαυροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρχόσαυρος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) νεολατινική archosaurus < αρχαία ελληνική ἄρχω + -σαυρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρχόσαυρος αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Archosaur στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]