αρόσιμη καλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρόσιμη καλλιέργεια < → δείτε τις λέξεις αρόσιμη και καλλιέργεια
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]αρόσιμη καλλιέργεια θηλυκό
- (γεωπονία) η καλλιέργεια γης για την παραγωγή συγκομιδής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρόσιμη καλλιέργεια
|