ασσυριολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασσυριολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική assyriologue[1] < αρχαία ελληνική Ἀσσυρία < ακκαδική 𒀸𒋗𒁺𐎹 (Aššūrāyu) < 𒀸𒋩 (Aššur: η πρωτεύουσα του κράτους τους) + -λόγος (μαρτυρείται από το 1881)[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.si.ɾi.oˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ασ‐συ‐ρι‐ο‐λό‐γος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασσυριολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- ο μελετητής της ασσυριολογίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ασσυριολογικός
- → δείτε τις λέξεις Ασσυρία και λέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασσυριολόγος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ασσυριολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: ασσυριολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ακκαδικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)