αστακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄστακος, ἀστακός, Ἀστακός, ὀστακός, ὄστακος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αστακός οι αστακοί
      γενική του αστακού των αστακών
    αιτιατική τον αστακό τους αστακούς
     κλητική αστακέ αστακοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αστακός στο πιάτο.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αστακός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀστακός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.staˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στα‐κός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αστακός αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • κόκκινος σαν αστακός: άνθρωπος που κοκκινίζει πολύ από ντροπή ή θυμό ή έχει πάρα πολύ κόκκινο δέρμα
  • οπλισμένος σαν αστακός: πάνοπλος, βαριά οπλισμένος

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]