ασυνείδητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασυνείδητα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ασυνείδητα

  • (κάνω κάτι) με ασυνείδητο τρόπο, χωρίς να καταλάβω ότι το κάνω
    ασυνείδητα ψηλάφισε τις τσέπες του για πακέτο τσιγάρων, παρότι τα έκοψε πριν δύο μήνες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]