αταλαιπώρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αταλαιπώρητος < (ελληνιστική κοινή) ἀταλαιπώρητος
Επίθετο
[επεξεργασία]αταλαιπώρητος
- που δεν υποβλήθηκε ση δοκιμασία του αυστηρού ελέγχου
- που δεν ταλαιπωρήθηκε
- οι δούλοι έκαναν τις δύσκολες δουλειές, οπότε ο άρχοντας έμεινε αταλαιπώρητος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αταλαιπώρητα
- → δείτε τη λέξη ταλαιπωρώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αταλαιπώρητος
|