ατμοσίδερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατμοσίδερο ουδέτερο
- συσκευή σιδερώματος (σίδερο) το οποίο έχει και τη δυνατότητα παραγωγής ατμού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατμοσίδερο