ατομισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατομισμός αρσενικό
- η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η κοινωνία αποτελείται κατά κύριο λόγο από ένα σύνολο ιδιοτελών ατόμων παρά από διάφορες κοινωνικές ομάδες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατομισμός