ατράνταχτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατράνταχτα < ατράνταχτος + -α
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈtɾan.da.xta/
Επίρρημα
[επεξεργασία]ατράνταχτα
- με ατράνταχτο τρόπο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ατράνταχτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ατράνταχτος