αυγόφετα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυγόφετα θηλυκό
- άλλη γραφή του αβγόφετα → δείτε και τη λέξη αβγοφέτα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυγόφετα
|