αυλόγυρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈvlo.ʝi.ɾos/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυλόγυρος αρσενικό
- η αυλή γύρω από κάποιο κτίσμα
- ο αυλότοιχος