αυτοεξόριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.fto.eˈkso.ɾi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐ε‐ξό‐ρι‐στος
Επίθετο
[επεξεργασία]αυτοεξόριστος, -η, -ο
- που έχει αυτοεξοριστεί (συνήθως ακούσια)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις αυτός, εξορίζω και όρος