αυτοπεριπλοκή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία el
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτοπεριπλοκή θηλυκό
- η εμπλοκή συστατικών του ίδιου συνόλου
- αυτοεγκλωβισμός, εγκλωβισμός κάποιου από τον εαυτό του