αυτόματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτόματος < αρχαία ελληνική αὐτόματος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈfto.ma.tos/
Επίθετο
[επεξεργασία]αυτόματος, -η, -ο
- που λειτουργεί ή κινείται, χωρίς να παρεμβαίνει άμεσα και συνεχώς κάποιος
- που συμβαίνει ή πραγματοποιείται, χωρίς να το θέλει άμεσα και συνειδητά κάποιος
- (ουσιαστικοποιημένο) αυτόματο