αφρόκρεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈfɾo.kɾe.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φρό‐κρε‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αφρόκρεμα θηλυκό
- η αφρώδης λιπαρή κρέμα που τοποθετείται στην κορυφή κάποιων γλυκών ή γλυκισμάτων
- (οικείο, μεταφορικά) το πιο εκλεκτό υποσύνολο ενός συνόλου
- (οικείο, μεταφορικά) αριστοκρατία
- ≈ συνώνυμα: κρεμ ντε λα κρεμ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάτι εκλεκτό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αφρό- από το αφρός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)