αόριστο ολοκλήρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αόριστο ολοκλήρωμα < αόριστο + ολοκλήρωμα
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]αόριστο ολοκλήρωμα ουδέτερο
- (μαθηματικά) ως αόριστο ολοκλήρωμα μιας συνάρτησης, έστω , η οποία ορίζεται σε ένα διάστημα, ονομάζεται το σύνολο των συναρτήσεων των οποίων η παράγωγος ισούται με
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αόριστο ολοκλήρωμα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Αόριστο ολοκλήρωμα - Ανδρεαδάκης, Στυλιανός, et al. Μαθηματικά Γ΄ Τάξης Ενιαίου Λυκείου. θετική και τεχνολογική κατεύθυνση. Αθήνα, ΟΕΔΒ, χ.χ.