αἰθαλόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αἰθαλόω < λείπει η ετυμολογία

αἰθαλόω - αἰθαλῶ (συνηρημένο)

  • ρυπαίνω με καπνιά