αἰτέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αἰτέω < *αἶτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eiti (συγγενές με τα αἴνυμαι, αἶσα, αἴτιος)
Ρήμα
[επεξεργασία]αἰτέω - αἰτῶ (συνηρημένο)