αἰτιάομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αἰτιάομαι < αἰτία + jω - ομαι

αἰτιάομαι-ῶμαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • ...