αἰχμαλωτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αἰχμαλωτισμός < αἰχμαλωτίζω +-ισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αἰχμαλωτισμός αρσενικό
- άλλη μορφή του αἰχμαλωσία
- διὰ τὸν τοῦ αἰχμαλωτισμοῦ φόβον (Σχόλια στον Αριστοφάνη, Νεφέλες)