αἰωρέομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αἰωρέομαι (ενεργητική φωνή: αἰωρέω/αἰωρῶ)
- κρεμιέμαι
- δονούμαι
- πάλλομαι
- κινούμαι στον αέρα
- φτερουγίζω
- είμαι μετέωρος
- είμαι σε εκκρεμότητα
- αμφιταλαντεύομαι
- εξαρτιέμαι από κάποιον
- ριψοκινδυνεύω