αὐαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐαίνω < αὖος (ξηρός) αὔω

αὐαίνω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]