αὐτοδικέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αὐτοδικέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]αὐτοδικέω - αὐτοδικῶ (συνηρημένο)
αὐτοδικέω - αὐτοδικῶ (συνηρημένο)