βίντζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βίντζι | τα | βίντζια |
γενική | του | βιντζιού | των | βιντζιών |
αιτιατική | το | βίντζι | τα | βίντζια |
κλητική | βίντζι | βίντζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βίντζι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) άλλη μορφή του βίντσι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βίντζι
|