βαθμολογημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /va.θmo.lo.ʝiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαθ‐μο‐λο‐γη‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : βα‐θμο‐λο‐γη‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]βαθμολογημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βαθμολογώ