βαθμωτό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: διάνυσμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαθμωτό τα βαθμωτά
      γενική του βαθμωτού των βαθμωτών
    αιτιατική το βαθμωτό τα βαθμωτά
     κλητική βαθμωτό βαθμωτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαθμωτό < βαθμός + -ωτό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βαθμωτό ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Ένα μέλος του σώματος ενός διανυσματικού χώρου. Χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με το vector (διάνυσμα) που δηλώνει τα καθ'αυτά μέλη του διανυσματικού χώρου, τα διανύσματα.

  • Π.χ. Στον διανυσματικό χώρο των τετραγωνικών ν x ν πινάκων με μιγαδικά στοιχεία πάνω στο σώμα των πραγματικών αριθμών, οι μιγαδικοί πίνακες αναφέρονται σαν διανύσματα (vectors), ενώ οι πραγματικοί αριθμοί σαν βαθμωτά (scalars).

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]