βαθυμετρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαθυμετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bathymetry < αρχαία ελληνική βαθύς + μέτρον / βαθυ- + -μετρία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαθυμετρία θηλυκό
- κλάδος της ωκεανογραφίας που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση του βάθους του θαλάσσιου (ή ποτάμιου ή λιμναίου) βυθού καθώς και τον προσδιορισμό της μορφολογίας του
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- βαθυμέτρηση
- βαθυμετρικός
- βαθύμετρο
- → δείτε τις λέξεις βαθύς και μέτρο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαθυμετρία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βαθυ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μετρία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)