βαλμαριό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαλμαριό τα βαλμαριά
      γενική του βαλμαριού των βαλμαριών
    αιτιατική το βαλμαριό τα βαλμαριά
     κλητική βαλμαριό βαλμαριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαλμαριό < βαλμάς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βαλμαριό ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]